ἀκιδώδης
English (LSJ)
ες, A pointed, Thphr.HP4.12.2
German (Pape)
[Seite 73] ες, spitzig, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκῐδώδης: -ες, (ἀκίς, εἶδος) ὀξύς, ὀξεῖαν ἔχων ἄκραν, Θεοφρ. Ἰ. Φ. 4.12, 2.
Spanish (DGE)
-ες puntiagudo σπερμάτιον Thphr.HP 4.12.2.
Greek Monolingual
-ες (Α ἀκιδώδης) ἀκίς
νεοελλ.
ο γεμάτος ακίδες
αρχ.
οξύς, αιχμηρός.