ἀλίκμητος

Revision as of 17:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A not winnowed, ἄχυρα Aq. Sm. Thd.Is.30.24.

Spanish (DGE)

-ον no cernido Aq., Sm., Thd.Is.30.24.

Greek Monolingual

(I)
-η, -ο (Α ἀλίκμητος, -ον)
αυτός που δεν λιχνίστηκε, ο αλίχνιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < - στερητ. + λικμῶ) (-άω) «λιχνίζω»].
(II)
ἁλίκμητος, -ον (Α)
ο κουρασμένος, ο βασανισμένος από τη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἁλι- (< ἅλς) + -κμητὸς < κάμνω «κουράζομαι»].