ἀμφικνεφής

Revision as of 17:35, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A wrapped in darkness, βυθός Orac.Chald. 242.

German (Pape)

[Seite 140] ές, ringsum sehr finster, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικνεφής: -ές, ὁ σκοτεινὸς πανταχόθεν, παρὰ Συνεσ. 140D.

Spanish (DGE)

-ές
totalmente oscuro, tenebroso, βυθός Orac.Chald.163.3, χῶρος Synes.Insomn.M.66.1296D.

Greek Monolingual

ἀμφικνεφής, -ές (Μ)
ο σκοτεινός από όλες τις πλευρές, ολοσκότεινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι - + κνέφας «σκοτάδι»].