ἀμφικνεφής
From LSJ
ἔοικα γοῦν τούτου γε σμικρῷ τινι αὐτῷ τούτῳ σοφώτερος εἶναι, ὅτι ἃ μὴ οἶδα οὐδὲ οἴομαι εἰδέναι → I seem, then, in just this little thing to be wiser than this man at any rate, that what I do not know I do not think I know either
English (LSJ)
ἀμφικνεφές, wrapped in darkness, βυθός Orac.Chald. 242.
Spanish (DGE)
-ές
totalmente oscuro, tenebroso, βυθός Orac.Chald.163.3, χῶρος Synes.Insomn.M.66.1296D.
German (Pape)
[Seite 140] ές, ringsum sehr finster, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμφικνεφής: -ές, ὁ σκοτεινὸς πανταχόθεν, παρὰ Συνεσ. 140D.
Greek Monolingual
ἀμφικνεφής, -ές (Μ)
ο σκοτεινός από όλες τις πλευρές, ολοσκότεινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι - + κνέφας «σκοτάδι»].