ἀμφίαλος

Revision as of 17:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, = foreg., freq. of Ithaca in Od., as 1.386,395; of Lemnos, S.Ph.146; with ref. to Corinth, A of two seas, ἀ. Ποτειδᾶνος τεθμοί, of Isthmian games, Pi.O.13.40. 2 living amid seas, ζῷον Plu.2.667e. 3 ἡ ἀ. (sc. ὁδός) dub. l. in X.HG4.2.13.

German (Pape)

[Seite 136] Hom. fünfmal, Versansg Od. 21, 252 ἐν αὐτῇ

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφίᾰλος: -ον, (ἃλς) ὁ ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιβαλλόμενος, σύνηθες ἐπίθ. τῆς Ἰθάκης ἐν Ὀδ., ὡς ἐν τῷ Α. 386 καὶ 395· τῆς Λήμνου, Σοφ. Φ. 1464. 2) ἀκολούθως ἐπὶ τῆς Κορίνθου, μεταξὺ δύο θαλασσῶν, τὸ τοῦ Ὁρατίου bimaris Corinthus, Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 13· οὕτως ὁ Πίνδ., Ο. 13. 57, λόγον ποιούμενος περὶ τῶν Ἰσθμικῶν ἀγώνων, λέγει: ἐν δ’ ἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 entouré par la mer;
2 baigné par la mer de deux côtés.
Étymologie: ἀμφί, ἅλς¹.

English (Autenrieth)

sea-girt. (Od.)

English (Slater)

ἀμφῐᾰλος
   1 between the seas ἐν δ' ἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν i. e. in the Isthmian games (O. 13.40)

Spanish (DGE)

(ἀμφίᾰλος) -ον
1 rodeado por el marde Ítaca Od.1.386, 395, Λήμνου πέδον ἀμφίαλον S.Ph.1464, de Día, A.R.4.425, de Creta, Q.S.10.83, de los milesios ZPE 7.204.4, πέτραι Opp.H.1.122.
2 entre dos mares de Corinto ἐν δ' ἀμφιάλοισι Ποτειδᾶνος τεθμοῖσιν Pi.O.13.40
ἀμφίαλος l.d., quizá el (camino) de la costa X.HG 4.2.13.
3 marino ζῶον Plu.2.667e.

Greek Monolingual

ἀμφίαλος, -ον (Α)
1. (για νησιά) αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα
2. αυτός που βρίσκεται ανάμεσα σε δύο θάλασσες («ἀμφίαλος Κόρινθος»)
3. (κυρίως για ζώα) αυτός που ζει στις θάλασσες
4. φρ. «ἀμφίαλοι Ποτειδᾱνος τεθμοί», οι αγώνες τών Ισθμίων, τα Ίσθμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ἀμφὶ- «ολόγυρα» + ἅλς, ἁλὸς «θάλασσα»].

Greek Monotonic

ἀμφίᾰλος: -ον (ἅλς),
1. περιτριγυρισμένος από θάλασσα, λέγεται για νησιά, σε Ομήρ. Οδ., Σοφ.
2. λέγεται για την Κόρινθο, μεταξύ δυο θαλασσών, διθάλασσος, αυτός που διαιρείται σε δύο θάλασσες, το bimaris του Ορατίου, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἀμφίᾰλος: [ἅλς I]
1) окруженный морем (Ἰθάκη Hom.; Λήμνου πέδον Soph.);
2) омываемый двумя морями, т. е. находящийся на перешейке (sc. ὁδός Xen.): ἀμφίαλοι Ποτειδᾶνος τεθμοί Pind. = Ἴσθμια.

Middle Liddell

[ἅλς]
1. sea-girt, of islands, Od., Soph.
2. of Corinth, between two seas, Horace's bimaris, Xen.