ἀμφιπλίσσω

Revision as of 17:45, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A straddle, Poll.2.172.

German (Pape)

[Seite 142] (umfalten), die Beine ausspreizen, Poll. 2, 172, διαβαίνω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφιπλίσσω: βαίνω μὲ μακρὰ βήματα, ποιητ. παρὰ Πολυδ. 2. 172.

Spanish (DGE)

abrirse de piernas, ponerse a horcajadas Poll.2.172.

Greek Monolingual

ἀμφιπλίσσω (Α)
ανοίγω τα σκέλη, βαδίζω με δρασκελιές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + πλίσσω
βλ. πλίσσομαι.