ἀνεχέγγυος

Revision as of 18:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A unwarranted, διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι because they had no sure confidence in themselves, Th.4.55.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνεχέγγυος: -ον, ὁ μὴ παρέχων ἐγγύησιν, διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι, ἐπειδὴ δὲν εἶχον βεβαίαν ἐμπιστοσύνην εἰς ἑαυτούς, Θουκ. 4. 55.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne sait où se fier, irrésolu.
Étymologie: ἀ, ἐχέγγυος.

Spanish (DGE)

-ον
inseguro, indeciso, que no tiene confianza en sí mismo διὰ τὸ τὴν γνώμην ἀνεχέγγυον γεγενῆσθαι Th.4.55, ἀνεχέγγυος· ἄπιστος Hsch.

Greek Monolingual

-ον (Α ἀνεχέγγυος)
αυτός που δεν παρέχει εχέγγυα, δεν εμπνέει εμπιστοσύνη.

Greek Monotonic

ἀνεχέγγυος: -ον, αυτός που δεν παρέχει εγγύηση, ασφάλεια ή εμπιστοσύνη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνεχέγγυος: досл. не гарантированный, не обеспеченный залогом, перен. ненадежный: ἡ γνώμη ἀ. Thuc. неуверенность в своих силах, нерешительность.

Middle Liddell


not giving surety or confidence, Thuc.