ἀνθρακώδης

Revision as of 19:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ες, A = ἀνθρακοειδής, Hp.Mul.11, Arist.Sens.437b17, Diog.Oen.8.

German (Pape)

[Seite 233] ες, kohlenartig, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρᾰκώδης: -ες, = ἀνθρακοειδής, μέλανα καὶ ἀνθρακώδεα Ἱππ. 595. 38, Ἀριστ. περὶ Αἰσθ. 2, 7.

Spanish (DGE)

-ες
de color carbón encendido, rojo τὰ ἐμμήνια Hp.Mul.1.11, λίθοι Antig.Mir.136, πῦρ Plu.2.922a, χρώς Plu.2.933f, ἥλιος Diog.Oen.8.3.14
subst. τό τ' ἐν τοῖς ἀνθρακώδεσιν εἶναι πῦρ καὶ ἡ φλόξ existir el fuego y la llama en los cuerpos en combustión Arist.Sens.437b17.

Greek Monolingual

ἀνθρακώδης, -ες)
ανθρακοειδής
νεοελλ.
ανθρακοφόρος, ανθρακούχος.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρᾰκώδης:
1) похожий на уголь Arst.;
2) угольный (χρῶμα Plut.);
3) обугливающий (πῦρ Plut.).