ἀνθρωποθυσία

Revision as of 19:05, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A human sacrifice, ib.857a, al.: in pl., ib.417c, Str.4.4.5, Pallasap.Porph.Abst. 2.56.

German (Pape)

[Seite 234] ἡ, Menschenopfer, Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποθῠσία: ἡ, τὸ θυιάζειν ἀνθρώπους, ἀνθρωποθυσίας καὶ ξενοκτονίας Πλούτ. 2. 417C, καὶ ἀλλαχοῦ, ἐν τῷ πληθυντ., Στράβ. 198.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
sacrifice humain.
Étymologie: ἄνθρωπος, θύω.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
sacrificio humano Plu.2.417c, 857a, Str.4.4.5, Pallas en Porph.Abst.2.56, Eus.LC 13 (p.239.12).

Greek Monolingual

η (Α ἀνθρωποθυσία)
θυσία ανθρώπου ή ανθρώπων για να εξευμενιστεί κάποιος θεός ή θεοί
νεοελλ.
ανθρωποσφαγή, εξόντωση πολλών στρατιωτών σε αποτυχημένη επιχείρηση.

Greek Monotonic

ἀνθρωποθῠσία: ἡ, ανθρώπινη θυσία, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωποθῠσία: ἡ принесение в жертву людей, человеческое жертвоприношение Plut.

Middle Liddell

a human sacrifice, Strab.