ανθρωποσφαγή

From LSJ

τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together

Source

Greek Monolingual

η (κ. ανθρωποσφαγία)
σφαγή ανθρώπων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθρωπος + σφαγή < σφάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις].