ἀπαλάομαι

Revision as of 19:55, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A go astray, wander, ἀ. ἄλλῃ Hes.Sc.409.

German (Pape)

[Seite 276] abirren, ἄλλῃ Hes. Sc. 409.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπᾰλάομαι: παθ., ἀποπλανῶμαι, παρεκβαίνω τῆς εὐθείας ὁδοῦ αὐτός δ᾿ ἀπαλήσεται ἄλλῃ Ἡσ. Ἀσπ. 409.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
s’égarer.
Étymologie: ἀπό, ἀλάομαι.

Spanish (DGE)

(ἀπᾰλάομαι) andar extraviado, ἄλλῃ Hes.Sc.409.

Greek Monotonic

ἀπᾰλάομαι: Παθ., παρεκβαίνω, εκτρέπομαι από την ευθεία οδό, παραπλανώμαι, περιπλανιέμαι, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπᾰλάομαι: сбиваться с пути, уходить в сторону Hes.

Middle Liddell

Pass. to go astray, wander, Hes.