ἀπαλάομαι
English (LSJ)
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰλάομαι: παθ., ἀποπλανῶμαι, παρεκβαίνω τῆς εὐθείας ὁδοῦ αὐτός δ᾿ ἀπαλήσεται ἄλλῃ Ἡσ. Ἀσπ. 409.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
(ἀπᾰλάομαι) andar extraviado, ἄλλῃ Hes.Sc.409.
Greek Monotonic
ἀπᾰλάομαι: Παθ., παρεκβαίνω, εκτρέπομαι από την ευθεία οδό, παραπλανώμαι, περιπλανιέμαι, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰλάομαι: сбиваться с пути, уходить в сторону Hes.