ἀπαλάομαι
From LSJ
τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)
English (LSJ)
go astray, wander, ἀ. ἄλλῃ Hes.Sc.409.
Spanish (DGE)
(ἀπᾰλάομαι) andar extraviado, ἄλλῃ Hes.Sc.409.
German (Pape)
[Seite 276] abirren, ἄλλῃ Hes. Sc. 409.
French (Bailly abrégé)
-ῶμαι;
s'égarer.
Étymologie: ἀπό, ἀλάομαι.
Russian (Dvoretsky)
ἀπᾰλάομαι: сбиваться с пути, уходить в сторону Hes.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰλάομαι: παθ., ἀποπλανῶμαι, παρεκβαίνω τῆς εὐθείας ὁδοῦ αὐτός δ᾿ ἀπαλήσεται ἄλλῃ Ἡσ. Ἀσπ. 409.
Greek Monotonic
ἀπᾰλάομαι: Παθ., παρεκβαίνω, εκτρέπομαι από την ευθεία οδό, παραπλανώμαι, περιπλανιέμαι, σε Ησίοδ.