ἀπαισχύνομαι
English (LSJ)
[ῡ], A shrink back or refuse through shame, Pl.Grg. 494c, Phld.Lib.p.34O.
German (Pape)
[Seite 275] aus Scham von etwas abstehen, es unterlassen, ἀπαισχυνοῦμαι u. ἀπῃσχύνθην, Plat. Gorg. 494 c.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπαισχύνομαι: ἀποθ. συστέλλομαι ἐξ αἰσχύνης, ἀποσύρομαι ἐντρεπόμενος, ἀρνοῦμαι ἕνεκα ἐντροπῆς, Πλάτ. Γοργ. 494C· πρβλ. ἀποδειλιάω.
French (Bailly abrégé)
Spanish (DGE)
retraerse por vergüenza Pl.Grg.494c, Phld.Lib.p.34.
Greek Monolingual
ἀπαισχύνομαι (Α)
ντρέπομαι, αρνούμαι κάτι από ντροπή.
Greek Monotonic
ἀπαισχύνομαι: [ῡ], μέλ. -ῠνοῦμαι, αποθ., αρνούμαι κάτι επειδή ντρέπομαι, συστέλλομαι από ντροπή, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀπαισχύνομαι: из стыда уклоняться, стыдливо избегать Plat.