ἀποδοκιμάω

Revision as of 20:30, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A = ἀποδοκιμάζω, reject, Hdt.1.199.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδοκιμάω: ἀποδοκιμάζω, ἀπορρίπτω, Ἡρόδ. 1. 199.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
c. ἀποδοκιμάζω.

Spanish (DGE)

rechazar οὐδένα Hdt.1.199.

Greek Monotonic

ἀποδοκιμάω: = ἀποδοκιμάζω, απορρίπτω, κρίνω κάποιον ή κάτι ακατάλληλο, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδοκῐμάω: ион. = ἀποδοκιμάζω.

Middle Liddell

= ἀποδοκιμάζω
to reject, Hdt.