ἀποδοκιμάω

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποδοκῐμάω Medium diacritics: ἀποδοκιμάω Low diacritics: αποδοκιμάω Capitals: ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΩ
Transliteration A: apodokimáō Transliteration B: apodokimaō Transliteration C: apodokimao Beta Code: a)podokima/w

English (LSJ)

= ἀποδοκιμάζω, reject, Hdt.1.199.

Spanish (DGE)

rechazar οὐδένα Hdt.1.199.

French (Bailly abrégé)

ἀποδοκιμῶ :
c. ἀποδοκιμάζω.

German (Pape)

ἀποδοκιμάζω, Her. 1.199.

Russian (Dvoretsky)

ἀποδοκῐμάω: ион. = ἀποδοκιμάζω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀποδοκιμάω: ἀποδοκιμάζω, ἀπορρίπτω, Ἡρόδ. 1. 199.

Greek Monotonic

ἀποδοκιμάω: = ἀποδοκιμάζω, απορρίπτω, κρίνω κάποιον ή κάτι ακατάλληλο, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

= ἀποδοκιμάζω
to reject, Hdt.