ἀπόνιπτρον

Revision as of 21:00, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό, A water used for washing, dirty water, ἀ. ἐκχεῖν Ar. Ach.616.

German (Pape)

[Seite 317] τό, = ἀπόνιμμα, Ar. Ach. 591.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόνιπτρον: τό, τὸ ἐκ τῆς ἀπονίψεως ῥυπαρὸν ὕδωρ, «τὸ δὲ μετὰ τὴν κάθαρσιν καταπεσὸν ὑγρὸν ἀπόνιπτρον ἐκαλεῖτο, ἤγουν χειρῶν καὶ ποδῶν ἀπόνιμμα» Εὐστ. 1401, 7., 1867, 25· ὥσπερ ἀπόνιπτρον ἐκχέοντες ἑσπέρας Ἀριστοφ. Ἀχ. 616, ἴδε Πολυδ. Ζ΄, 40, Ἡσύχ. κλ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
eau pour se laver.
Étymologie: ἀπονίπτω.

Spanish (DGE)

-ου, τό
agua sucia de haberse lavado, agua sucia ἀ. ἐκχεῖν Ar.Ach.616, cf. Phryn.165, Ath.409f.

Greek Monolingual

ἀπόνιπτρον, το (Α)
απόπλυμα, βρομόνερο.

Greek Monotonic

ἀπόνιπτρον: τό (ἀπονίζω), νερό μέσα στο οποίο έχει πλύνει κάποιος τα χέρια του, ρυπαρό νερό, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόνιπτρον: τό грязная вода, помои Arph.

Middle Liddell

[from ἀπονίζω
water in which the hands have been washed, dirty water, Ar.

English (Woodhouse)

water used for washing