ἀργυρισμός
English (LSJ)
ὁ, A getting money, Str.7.3.7, Ph.1.145, al., D.C.59.15; ἀργυρισμοῦ πρόφασιν OGI669.37 (Egypt, i A.D.); ἐπ' ἀργυρισμῷ Sammelb.4416.11 (ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρισμός: ὁ, (ἀργυρίζομαι) χρηματισμός, ἀργυρολογία, τοὺς ἥκιστα ἐν τοῖς συμβολαίοις καὶ τῷ ἀργυρισμῷ ζῶντας Στράβ. 300· τρίτην τοιαύτην ἀφορμὴν ἀργυρισμοῦ ἐπενόησε Δίων Κ. 59. 15· οὐδὲν οὐδὲ… τῶν ἀτιμοτάτων ἐπ’ ἀργυρισμῷ παραλείπουσα ὁ αὐτ. 60. 32· συχν. παρὰ Φίλωνι, ἀργυρισμοῦ πρόφασιν καταλείπων ἑαυτῷ Ἐπιγρ. Αἰγ. ἐν Συλλογ. Ἐπιγρ. 4957. 37.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 afán de lucro, enriquecimiento ἐν ... τῷ ἀργυρισμῷ ζεῖν Str.7.3.7, ἐπιτηδεύσεις, αἷς πρὸς ἀργυρισμὸν ἠξίου χρῆσθαι Ph.1.145, ἀφορμὴν ἀργυρισμοῦ ἐπενόησε D.C.59.15.3, cf. ITemple of Hibis 4.37 (I d.C.), SB 4416.11 (II d.C.), D.C.60.32.3, Poll.4.47
•recaudación de dinero, PMasp.139.1.1, 139.5re.17, 139.5ue.1 (VI d.C.).
2 valoración en plata op. δηναρισμὸς Epiph.Const.Mens.M.43.292A.
Greek Monolingual
ἀργυρισμός, ο (Α) αργυρίζομαι
νεοελλ.
ιατρ. η αργυρίαση
αρχ.
η κερδοσκοπία, ο χρηματισμός.