ἀργυρίζομαι
English (LSJ)
Med., get or extort money, πάντοθεν Din.1.40,cf. OGI669.52 (Egypt, i A.D.); ἀργυρισάμενοι for a bribe, Sammelb.4416.19 (ii A.D.); τινά from one, J.AJ14.14.6.
Spanish (DGE)
sacar dinero por la fuerza, extorsión o soborno παντ<αχ>όθεν Din.1.40, cf. ITemple of Hibis 52 (I d.C.), PMich.174.10 (II d.C.) PLond.342.18 (II d.C.), SB 4416.19 (II d.C.)
•c. ac. τὸν Ἀντίγονον I.AI 14.392, BI 1.288, τινα D.C.52.28.2
•c. prep. παρὰ Ἀρχελάου I.BI 1.530, εἰς ὃν ἠργυρίσω por el que tu recibiste dinero Melit.Pasch.648A (ap. crít.)
•gener. ganar dinero Nic.Fr.Hist.9a.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργῠρίζομαι: μέσ., λαμβάνω χρήματα δι’ ἐκβιασμοῦ ἢ διὰ τρόπου οὐχὶ ἐντίμου, πάντοθεν ἀργυριζόμενοι, καὶ πεποιηκότες τὴν πόλιν ἀδοξοτέραν ἑαυτῶν Δείναρχ. 95. 21· τινά, παρά τινος Ἰωσήπ. Ἀρχ. Ἰ. 14. 14, 6, Ἐπιγρ. Αἰγ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 4957. 52, πρβλ. 4879, κ. ἀλλ. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. ἐπὶ οὐδετέρας σημασίας, ἔχω τὸ χρῶμα ἀργύρου, καθὰ καὶ θρίξ ἀργυρίζουσα τῷ μακρῷ τοῦ χρόνου εἰς τοῦτο τὸ χρῶμα μετέπεσεν Εὐστ. Πονημάτ. 309. 36.