ἀσοφία

Revision as of 23:13, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A folly, stupidity, Plu.Pyrrh.29, Luc.Astr.2; rejected by Poll.4.13.

German (Pape)

[Seite 372] ἡ, Thorheit, von Poll. 4, 13 verworfen.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσοφία: ἡ, ἔλλειψις σοφίας, ἀνοησία, μωρία, Πλουτ. Πύρρ. 29, Λουκ. Ἀστρολ. 2· ὁ Πολυδ. (Δ΄, 13) δὲν παραδέχεται τὴν λέξιν, «ἄσοφος, εἰ καὶ μή ἐστιν ἡ ἀσοφία».

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
folie.
Étymologie: ἄσοφος.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. -ίη Luc.Astr.2
ignorancia, necedad ἀσοφίαν πολλήν Plu.Pyrrh.29, ἀμουσίη ... ἀ. Luc.l.c., cf. Poll.4.13, Pall.V.Chrys.20 p.146.

Greek Monolingual

ἀσοφία, η (Α) άσοφος
η έλλειψη σοφίας, η μωρία, η απερισκεψία.

Greek Monotonic

ἀσοφία: ἡ, απερισκεψία, ηλιθιότητα, σε Πλούτ., Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀσοφία: ἡ безумие, глупость Plut., Luc.

Middle Liddell

ἄσοφος
unwisdom, stupidity, Plut., Luc.