ἀψεύδεια

Revision as of 23:40, 31 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A truthfulness, Corinn.Supp.2.70, Pl.R.485c, Iamb. Protr.20; reliability, of times and seasons, Arist.Mu.397a11: ἀψευδία, Ph. Fr.110H., Them.Or.21.257c.

German (Pape)

[Seite 421] ἡ, Truglosigkeit, Wahrheit, Plat. Rep. VI, 785 c; Arist.

Greek (Liddell-Scott)

ἀψεύδεια: ἡ, τὸ μὴ ψεύδεσθαι, ἀλήθεια, Πλάτ. Πολ. 485C· ἀψευδία Θεμίστ. 257C.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 véracité, sincérité;
2 certitude.
Étymologie: ἀψευδής.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): ἀφεύδια Corinn.1.3.31; -ία Ph.Fr.110, Them.Or.21.257c
veracidad προφάτας ... λαχὼν ἀψεύδιαν Corinn.l.c., op. τὸ ψεῦδος Pl.R.485c, cf. Them.l.c., Iambl.Protr.20, Marin.Procl.4, ἐνέχυρον οὐ μικρὸν ἀψευδίας αἰδὼς ἡ πρὸς θεόν Ph.l.c., τὴν ἀψεύδειαν ἠγάπα Dam.Fr.45
seguridad, certidumbre de las estaciones, Arist.Mu.397a11.

Greek Monolingual

ἀψεύδεια και ἀψευδία, η (Α) αψευδής
1. το να μη λέει κάποιος ψέματα, η φιλαλήθεια
2. η φερεγγυότητα.

Greek Monotonic

ἀψεύδεια: ἡ, ειλικρίνεια, σε Πλάτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀψεύδεια:
1) правдивость, искренность Plat.;
2) непреложность, точность (ἣν φυλάττουσιν αἱ ὧραι Arst.).

Middle Liddell

[from ἀψευδής
truthfulness, Plat.