φερεγγυότητα

Greek Monolingual

η, Ν
η ιδιότητα του φερέγγυου, αξιοπιστία, ικανότητα εκπλήρωσης υποχρεώσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φερέγγυος. Η λ., στον λόγιο τ. φερεγγυότης, μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].