ἄφνος
English (LSJ)
εος, τό, A = ἄφενος, Pi.Fr.219.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἄφνος: -εος, τό, συντετμημ. ἀντὶ τοῦ ἄφενος, Πινδ. Ἀποσπ. 240.
English (Slater)
Spanish (DGE)
-εος, τό riqueza οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν Pi.Fr.219.
Greek Monolingual
ἄφνος, το (Α)
άφενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Άπαξ ειρημένη» λ. < αφνειός, ως υποχωρητικός σχηματισμός].
Russian (Dvoretsky)
ἄφνος: εος τό Pind. = ἄφενος.