ἄφνος
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
English (LSJ)
εος, τό, = ἄφενος, Pi.Fr.219.
Spanish (DGE)
-εος, τό riqueza οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν Pi.Fr.219.
German (Pape)
[Seite 413] τό, abgekürzt statt ἄφενος, Pind. frg. 240.
Russian (Dvoretsky)
ἄφνος: εος τό Pind. = ἄφενος.
Greek (Liddell-Scott)
ἄφνος: -εος, τό, συντετμημ. ἀντὶ τοῦ ἄφενος, Πινδ. Ἀποσπ. 240.
English (Slater)
ἄφνος (τό) wealth οἱ δ' ἄφνει πεποίθασιν fr. 219.
Greek Monolingual
ἄφνος, το (Α)
άφενος.
[ΕΤΥΜΟΛ. «Άπαξ ειρημένη» λ. < αφνειός, ως υποχωρητικός σχηματισμός].