αφνειός
From LSJ
διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)
Greek Monolingual
ἀφνειός, -όν και -ός, -ή, -όν και ἀφνεός, -ά, -όν) (Α)
1. εύπορος, πλούσιος
2. άφθονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άφενος, με κατάλ. -ιος. Δηλ. αντί αφενε(σ)-ιος, με συγκοπή του άτονου -ε- μεταξύ του -φ- και του -ν-. Ο τ. μαρτυρείται στον Όμηρο, Ησίοδο, Θέογνι και με τη μορφή αφνεός στους λυρικούς και τραγικούς ποιητές].