ἐνηδύνω

Revision as of 08:15, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A cheer, gratify, τὰς ἀκοάς Ps.-Luc.Philopatr.3.

German (Pape)

[Seite 840] darin, dabei erheitern, ἡ μελῳδία τῶν ἀρνῶν τὰς ἀκοάς Luc. Philopat. 3.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνηδύνω: ἡδύνω, εὐχαριστῶ, τέρπω τὰς ἀκοάς, Ψευδο-Λουκ. Φιλόπατρ. 3. - Παθ., τῇ θείᾳ θεωρίᾳ ἐνηδυνόμενός τε καὶ εὐφραινόμενος Γρηγ. Ναζ.

French (Bailly abrégé)

charmer, acc. .
Étymologie: ἐν, ἡδύς.

Spanish (DGE)

1 tr. en v. act. deleitar ἡ μελῳδία τῶν ὀρνέων τὰς ἀκοάς ἐνηδύνουσα Luc.Philopatr.3.
2 intr. en v. med. deleitarse y en mal sent. refocilarse, regodearse ψυχὴ ἐνηδυνομένη σαρκικαῖς ἡδοναῖς Mac.Aeg.Serm.B 3.4.4, cf. Olymp.Iob 360.15, τοῖς τῆς κακίας θελήμασιν Mac.Aeg.Serm.B 33.3.1, λογισμῷ θέλγοντι Ephr.Syr.1.15F.

Greek Monolingual

ἐνηδύνω (AM)
προκαλώ ευχάριστο συναίσθημα, τέρπω, ευχαριστώ κάποιον ή κάτι
«λύρα... τὰς ψυχάς ἐνηδὺνουσα» (Μηνιαία).

Russian (Dvoretsky)

ἐνηδύνω: услаждать (τὰς ἀκοάς Luc.).