ἐξορκισμός

Revision as of 08:45, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ, A administration of an oath, Plb.6.21.6.

German (Pape)

[Seite 887] ὁ, das Schwörenlassen, die Vereidigung, Pol. 6, 21, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐξορκισμός: ὁ, τὸ νὰ βάλῃ τίς τινα νὰ ὁρκισθῇ, Πολύβ. 6. 21, 6. ΙΙ. ἐξορκισμὸς ὡς καὶ νῦν, Εἰρην. 672C, Τερτυλλ. Ι. 657Β, ΙΙ. 56Β, 748Β.

Spanish

conjuro, fórmula para hacer presente , práctica para hacer presente, exorcismo

Greek Monolingual

και ξορκισμός, ο (AM ἐξορκισμός) εξορκίζω
1. προσευχή για απομάκρυνση πονηρών πνευμάτων ή για θεραπεία αρρώστου
2. η απομάκρυνση πονηρών πνευμάτων
αρχ.
επιβολή όρκου σε κάποιον.