ἐπακριβής

Revision as of 09:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A accurate: neut. as Adv., -ὲς πάντα ἐπεξιέναι Aps. Rh.p.316 H.

Greek Monolingual

ἐπακριβής, -ές)
νεοελλ.
αυτός που γίνεται με απόλυτη ακρίβεια, ο εντελώς ακριβής
αρχ.
1. επιμελής
2. (το ουδ. ως επίρρ.) ἐπακριβές
με ακρίβεια, επιμελώς
επίρρ...
επακριβώς
με μεγάλη ακρίβεια, επιμελώς.