ἐπιλήψιμος

Revision as of 09:25, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A reprehensible, Luc.Rh.Pr.22, Philostr.VA4.42, Max.Tyr.24.6, Hermog. Inv.4.13. II. liable to seizure, Polem.Call.34.

German (Pape)

[Seite 958] den man fassen, bes. tadeln Kann, Luc. rhet. praec. 22 Navig. 41 u. a. Sp. – In B. A. 255 wird erkl. ἐπιληπτόν, τὸν ἐπιλήψιμον τῷ τῆς σελήνης πάθει.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιλήψιμος: -ον, ἀξιόμεμπτος, ἐπιλήψιμος ὡς καὶ νῦν, ἀντίθ. τῷ ἀνεπίληπτος, Λουκ. Ρητ. Διδάσκ. 22, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
repréhensible.
Étymologie: ἐπίληψις.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπιλήψιμος, -ον) επίληψις
αυτός που δίνει αφορμή να κατηγορηθεί («επιλήψιμη διαγωγή»)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το επιλήψιμο
επίμεπτη συμπεριφορά
αρχ.
αυτός που μπορεί να πιαστεί.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιλήψιμος: достойный порицания Luc.