ἐπιμύθιος
English (LSJ)
ον, A coming after the fable: τὸ ἐ. the moral, Luc.Bacch.8, Aphth.Prog.1, Herm.in Phdr.p.92A.
German (Pape)
[Seite 964] zur Fabel (μῦθος) hinzukommend, τὸ ἐπιμύθιον, die der Fabel angehängte Nutzanwendung, Luc. Bacch. 8; vgl. Schol. Theon. progymn. p. 259.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιμύθιος: -ον, ὁ μετὰ τὸν μῦθον ἐπακολουθῶν, τὸ ἐπιμύθιον, τὸ ἠθικὸν συμπέρασμα τοῦ μύθου, Λουκ. Διόνυσος 8.
Greek Monotonic
ἐπιμύθιος: -ον (μῦθος), αυτό που έρχεται μετά τον μύθο· τὸ ἐπ., το ηθικό συμπέρασμα, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἐπι-μύθιος, ον μῦθος
coming after the fable: τὸ ἐπ. the moral, Luc.