ἐπιχλιαίνω
English (LSJ)
A warm on the surface or slightly, Luc.Alex.21:—Pass., grow warm, Hp.Coac.611.
German (Pape)
[Seite 1004] auf der Oberfläche, darauf warm machen, erwärmen, τῇ βελόνῃ τὸν κηρὸν ἐπιχλιάνας Luc. Alex. 21. – Pass. wärmer werden, Hippocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιχλιαίνω: θερμαίνω τὴν ἐπιφάνειάν τινος, ἐπιχλιάνας τὸν κηρὸν Λουκ. Ἀλέξ. 21. ― Παθ., θερμαίνομαι, γίνομαι θερμός, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 219.
French (Bailly abrégé)
Greek Monolingual
ἐπιχλιαίνω (Α)
1. θερμαίνω την επιφάνεια («ἐπιχλιάνας τὸν κηρόν», Λουκιαν.)
2. παθ. ἐπιχλιαίνομαι
έχω πυρετό («μετὰ κεφαλαλγίης τὸ ἐπιχλιαίνεσθαι ὀλέθριον», Ιπποκρ.).
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
ἐπιχλιαίνω: нагревать, подогревать (τῇ βελόνῃ - sc. πεπυρωμένῃ - τὸν κηρόν Luc.).