ἐποικονομία

Revision as of 10:00, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A apporlionment, ἔργων ἢ παθῶν ἐ. rhetorical arrangement of them, Longin.11.2(nisi leg. ἐποικοδομία).

German (Pape)

[Seite 1007] ἡ, das Hinzufügen u. richtig Vertheilen, ἔργων ἢ παθῶν Longin. 11, 2, od. v. l. ἐποικοδομία, Vergrößerung in der Darstellung, exaggeratio. S. ἐποικοδόμησις.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποικονομία: ἡ, ἀνάλογος διανομή, ἐποικονομίαν ἔργων ἢ παθῶν Λογγῖν. 11, 6 (εἰ μὴ ἀναγνωστέον ἐποικοδομία).

Greek Monolingual

ἐποικονομία, ἡ (Α)
διανομή κατ’ αναλογία.