ὁ, A nail-smith, Lat. clavarius, Gloss.
ἡλοποιός, -ὸν (Α)κατασκευαστής καρφιών.[ΕΤΥΜΟΛ. < ήλος «καρφί» + -ποιος (< ποιώ),πρβλ. ηθο-ποιός, νομισματο-ποιός.