ὀσμώδης
English (LSJ)
ες, A = ὀσμήρης, Arist.Sens.443a13 : Comp. ὀδμωδέστερα Thphr.CP2.16.1: Sup. ὀσμωδέστατα Id.Sens.20.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ὀσμώδης: -ες, = ὀσμήρης, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 4· Συγκριτ. ὀσμωδέστερα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 1, ὑπερθ. -έστατα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 20.
Greek Monolingual
Russian (Dvoretsky)
ὀσμώδης: обладающий запахом, пахучий (ξύλα Arst.).