οσμήρης

From LSJ

μωρία δίδωσιν ἀνθρώποις κακά → Inepta mens hominibus impertit mala → Die Torheit gibt den Menschen Unglück zum Geschenk

Menander, Monostichoi, 224

Greek Monolingual

ὀσμήρης, -ῆρες (Α)
αυτός που αναδίδει οσμή, οσμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. -ήρης (πρβλ. κλινήρης)].