οσμήρης

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

ὀσμήρης, -ῆρες (Α)
αυτός που αναδίδει οσμή, οσμηρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀσμή + κατάλ. -ήρης (πρβλ. κλινήρης)].