ὀσμώδης

From LSJ

Οἶνος γὰρ ἐμποδίζει → Vinum impedit → Denn Wein behindert

Menander, Monostichoi, 427
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀσμώδης Medium diacritics: ὀσμώδης Low diacritics: οσμώδης Capitals: ΟΣΜΩΔΗΣ
Transliteration A: osmṓdēs Transliteration B: osmōdēs Transliteration C: osmodis Beta Code: o)smw/dhs

English (LSJ)

ὀσμῶδες, = ὀσμήρης (smelling, odorous), Arist.Sens.443a13: Comp. ὀδμωδέστερα Thphr. CP 2.16.1: Sup. ὀσμωδέστατα Id.Sens.20.

German (Pape)

[Seite 396] ες, = ὀσμήρης, Arist. de sens. 5, 4; Theophr.

Russian (Dvoretsky)

ὀσμώδης: обладающий запахом, пахучий (ξύλα Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀσμώδης: -ες, = ὀσμήρης, Ἀριστ. π. Αἰσθ. 5. 4· Συγκριτ. ὀσμωδέστερα, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 2. 16, 1, ὑπερθ. -έστατα, ὁ αὐτ. ἐν Ἀποσπ. 1. 20.

Greek Monolingual

ὀσμώδης, -ῶδες (Α) οσμή
πλήρης οσμής, οσμήρης.