ὑλακή

Revision as of 13:40, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

[ῠ], ἡ, A barking, howling, Poetae ap. Pl.Lg.967d, A.R.3.749, AP6.167 (Agath.), etc.; also in late Prose, Plu.Cim.18, Luc.VH1.32, prob. l. in Ant.Lib.23.2.

German (Pape)

[Seite 1176] ἡ, das Bellen; Agath. 28 (VI, 167); ὑλακὴν ἰάλλειν, Iul. Aeg. 59 (VI, 69); poet. bei Plat. Legg. XII, 967 d.

Greek (Liddell-Scott)

ὑλακή: ἡ, «γαύγυσμα», Ποιητὴς ἐν Πλάτ. Νόμ. 967D, Ἀνθ. Π. 6. 167, Ἀπολλ. Ρόδ., κλπ.· ὡσαύτως παρὰ μεταγεν. πεζογράφοις, Πλουτ. Κίμ. 18, Λουκ., κλπ.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
aboiement.
Étymologie: ὑλάω.

Greek Monolingual

η / ὑλακή, ΝΑ
η κραυγή του σκύλου, το γάβγισμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. του ρ. ὑλάω, - «γαβγίζω», με ουρανική εκφραστική παρέκταση -κ- και κατάλ. -ή. Η λ. συνδέεται, ως προς τον σχηματισμό της, με το ρ. ὑλάσσω].

Greek Monotonic

ὑλᾰκή: ἡ (ὑλάω), γαύγισμα, κραυγή, ουρλιαχτό, σε Ανθ., Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ὑλᾰκή: (ῠ) ἡ Plat., Plut., Luc. = ὕλαγμα.

Middle Liddell

ὑλᾰκή, ἡ, ὑλάω
a barking, howling, Anth., Plut.