ὑπεραλγέω

Revision as of 13:50, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A feel pain for or because of, ἀπάτης S.Ant.630 (anap.), cf. E.Alc.883 (anap.), Hipp.260 (anap.), Ar.Av.466 (anap.). 2 grieve exceedingly, τινι αί a thing, Hdt.2.129, Arist.Rh.1380b33; ἐπί τινι Luc.Asin.38: abs., E.Med.118 (anap.); ὑπεραλγεῖν ἀλγοῦντι παρόντα Arist.Rh.1383b33; ὑ. φροντίδα in mind, E.Heracl.619 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1190] 1) sich betrüben, Schmerz empfinden über Etwas, τινός, Soph. Ant. 626; Ar. Av. 466; Bei Sp. auch c. acc., Luc. asin. 38. – 2) sich übermäßig betrüben; Eur. Med. 118; Heracl. 620; τινί, Her. 2, 129.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπεραλγέω: αἰσθάνομαι ἄλγος διά τι ἢ ἐξ αἰτίας τινός, ἀπάτας λεχέων ὑπεραλγῶν, θλιβόμενος διὰ τὴν ἀποτυχίαν τοῦ γάμου του, Σοφ. Ἀντ. 630, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 885, Ἱππόλ. 260, Ἀριστοφ. Ὄρν. 466. 2) θλίβομαι καθ’ ὑπερβολήν· τινι, διά τι πρᾶγμα, Ἡρόδ. 2. 129, Ἀριστ. Ρητορ. 2. 3, 17· ἐπί τινι Λουκ. Ὄνος 38· - ἀπολ., Εὐρ. Μήδ. 118· ὑπεραλγεῖν ἀλγοῦντι παρόντα Ἀριστ. Ρητορ. 2. 6, 8· ὑπ. φροντίδα, θλίβομαι τὸν νοῦν, τὴν ψυχήν, Εὐρ. Ἡρακλ. 619.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 (ὑπέρ au-dessus) s’affliger extrêmement, se désoler : τινι, ἐπί τινι de qch;
2 (ὑπέρ pour) s’affliger au sujet de : τινος s’affliger de qch.
Étymologie: ὑπέρ, ἀλγέω.

Greek Monotonic

ὑπερᾰλγέω: μέλ. -ήσω,
1. νιώθω πόνο για ή εξαιτίας, τινός, σε Σοφ., Ευρ.
2. θλίβομαι υπερβολικά, τινί για κάτι, σε Ηρόδ., Αριστ.· απόλ., σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπεραλγέω:
1) чрезмерно или глубоко сокрушаться: ὑ. τινι Her. и ἐπί τινι Luc. тяжело скорбеть о ком(чем)-л.; ὑ. ἀλγοῦντι Arst. выражать скорбящему преувеличенное сострадание; μὴ ὑπαράλγει φροντίδα λύπᾳ Eur. не предавайся столь страшному отчаянию;
2) сокрушаться по (какому-л.) поводу: ὑ. τινος Soph., Eur., Arph. сокрушаться из-за кого(чего)-л.

Middle Liddell

fut. ήσω
1. to feel pain for or because of, τινός Soph., Eur.
2. to grieve exceedingly, τινί at a thing, Hdt., Arist.:—absol., Eur.