τριχάλεπτος

Revision as of 16:05, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A thrice-jealous, Νέμεσις (with pun on θρίξ, λεπτός) AP12.229 (Strat.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐχάλεπτος: -ον, λίαν χαλεπός, λίαν ὀργίλος, τριχάλεπτος δαίμων Ἀνθ. Παλατ. 12. 229.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
très irascible.
Étymologie: τρίς, χαλέπτω.

Greek Monolingual

-ον, Α
οργίλοςτριχάλεπτος δαίμων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + χαλεπός, με λογοπαίγνιο προς το θρίξ, τριχός + λεπτός.

Greek Monotonic

τρῐχάλεπτος: -ον (χᾰλέπτω), πολύ οργισμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐχάλεπτος: (ᾰ) трижды, т. е. чрезвычайно злобный (δαίμων Anth.).

Middle Liddell

τρῐ-χάλεπτος, ον, [χᾰλέπτω]
very angry, Anth.