ὀπηδητήρ

Revision as of 16:30, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

σύνοδος, ἀκόλουθος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 356] ῆρος, ὁ, ion. = ὀπαδητήρ, w. m. s.

Greek Monolingual

ὀπηδητήρ (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «σύνοδος, ἀκόλουθος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀπηδῶ «ακολουθώ κάποιον, συντροφεύω» + επίθημα -τήρ (πρβλ. τιμωρη-τήρ)].