ἰξευτήριος

Revision as of 16:32, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

α, ον, A like birdlime, v. ἰξεύτρια. II ἰξευτήριον, τό,= aucupium, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1255] zum Vogelfange imit Leimruthen gehörig; den Tempel einer Τύχη ἰξευτηρία, fortuna viscata, erwähnt Plut. Qu. Rom. 74. Vgl. ἰξεύτρια.

Greek (Liddell-Scott)

ἰξευτήριος: -ον, ἰξευτικός, ἴδε ἰξεύτρια.

Greek Monolingual

ἰξευτήριος, -ία, -ον (Α) ιξευτήρ
1. ο ιξευτικός
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἰξευτήριον
το κυνήγι.

Russian (Dvoretsky)

ἰξευτήριος: ἰξός липкий, клейкий: Τύχη ἰξευτηρία Plut. липкая (т. е. завлекающая, улавливающая людей) богиня счастья.