ὑπαΐδιος

Revision as of 16:35, 1 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+), (\w+)<\/b>" to "$1, $2")

English (LSJ)

οἶκος, A eternal, of the grave, IG5(1).734 (Sparta): or perh. underground (αἶα), cf. ὑπόγαιος and ὑπογαΐδιος, καταγαΐδιοι (ὑπ' ἀίδιον IGl. c.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπαΐδιος: οἶκος, ὁ ὑπὸ τὸν ᾅδην, Ἐπιγρ. ἔμμετρ. Σπάρτης, Ἀθηναίου τ. Γ΄, 454.

Greek Monolingual

-ον, Α
φρ. «ὑπαΐδιος οἶκος» — αυτός που βρίσκεται κάτω από τον Άδη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υπ(ο)- + ἀΐδιος «αιώνιος»].