ὑφόλμιον

Revision as of 11:35, 4 January 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

τό, (ὅλμος II. I) A mortar-stand, Ar.Fr.61. II part of the ὅλμος (in a flute, v. ὅλμος 11.5), Pherecr.242, Poll.4.70.

Greek (Liddell-Scott)

ὑφόλμιον: τό, (ὅλμος) τὸ ὑπόθημα ὅλμου, Ἀριστ. Ἀποσπ. 155 (Πολύδ. Ι΄, 144). ΙΙ. μέρος τοῦ ὅλμου (ἐν τῷ αὐλῷ, ἴδε ὅλμος ΙΙ 5), Φερεκράτ. ἐν Ἀδήλ. 58, Πολύδ. Δ΄, 70.

Greek Monolingual

τὸ, Α
1. βάση γουδιού
2. το τμήμα του αυλού που βρίσκεται κοντά στο στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ὅλμος «γουδί, το στόμιο του αυλού» + κατάλ. -ιον].

Russian (Dvoretsky)

ὑφόλμιον: ὅλμος τό основание ступы Arph.