δόλιχος

Revision as of 11:15, 5 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<sup>1</sup>/<sub>2</sub>" to "½")

English (LSJ)

ὁ, A the long course, in racing, opp. στάδιον, IG22.956, etc.; τὸν δ. ἁμιλλᾶσθαι Pl.Lg.833b; θεῖν X.An.4.8.27; νικᾶν Luc.Hist. Conscr.30; δολίχῳ κρατεῖν Paus.3.21.1: metaph., δ. κατατείνουσι τοῦ λόγου Pl.Prt.329a; δόλιχον τοῖς ἔτεσι… τρέχειν Epicr.3.18; δόλιχον βιότου σταδιεύσας Epigr.Gr.311; γήρως δ. ib.231. 2 a measure of length, = 12 stades, Hero *Geom.4.13. II calavance, Vigna sinensis, Thphr.HP8.3.2, Diocl.Fr.117.

German (Pape)

[Seite 654] ὁ, 1) die lange Rennbahn, von στάδιον unterschieden, nach Suid. u. Schol. Soph. El. 686 20 Stadien lang, welche siebenmal, dreimal hin u. zurück, u. wieder bis ans Ziel (vgl. Schol. Ar. Nub. 28) durchlaufen werden mußte (140 Stadien = 3 ½ deutsche Meile); δόλιχον θεῖν, Xen. An. 4, 8, 27; ὁ τὸν δόλιχον ἁμιλλησόμενος Plat. Legg. VIII, 833 b; δόλιχον νικᾶν, im Dauerlaufe siegen, Luc. Hist. conscr. 50; es kommt auch ein δόλιχος ἵππιος vor, Inscr. 1515. – Übertr., δόλιχον τοῖς ἔτεσι τρέχειν, Epicrat. Com. bei Ath. XII, 570 d. – 2) eine längliche Hülsenfrucht; Theophr.; Anaxandr. Ath. IV, 131 (v. 43).

Greek (Liddell-Scott)

δόλιχος: ὁ, ὁ μακρὸς δρόμος ἐν τῇ σταδιοδρομίᾳ, ἀντίθ. στάδιον, συχνὸν ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ., ὡς 245, 1515 κ. ἀλλ.· τὸν δ. ἁμιλλᾶσθαι Πλάτ. Νόμ. 833Β· θεῖν Ξεν. Ἀν. 4. 8, 27· νικᾶν Λουκ. Ἱστ. Συγγρ. 30· δολίχῳ κρατεῖν Παυσ. 3. 21, 1. - Τὸ μῆκος αὐτοῦ ἦτο πιθ. 24 σταδ.· - μεταφ., δόλιχον τοῖς ἔτεσι… τρέχειν Ἐπικρ. Ἀντιλ. 1. 18· δόλιχον βιότου σταδιεύσας Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 311, πρβλ. 231. ΙΙ. εἶδος ὀσπρίου ἐπιμήκους, Θεόφρ. Ι. Φ. 8. 3, 2, ἴδε λοβὸς ΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
le long stade, espace de 12 δίαυλοι ou 24 stades, la plus longue carrière que parcouraient les athlètes dans les jeux : δόλιχον θεῖν XÉN courir le long stade ; τὸν δόλιχον νικᾶν LUC être vainqueur à la course du long stade.
Étymologie: cf. δολιχός.

English (Slater)

δόλῐχος
   1 long ]δολιχὰ δ' ὁδ[ὸ]ς ἀθανάτω[ν Δ. 4. 18.

Greek Monolingual

ο (AM δόλιχος)
1. αγώνισμα δρόμου αντοχής (περ. 5 χιλιομέτρων)
2. (για χρόνο ή ενέργεια) έκταση πέρα από το κανονικό
3. μέτρο μήκους ίσο με 12 στάδια
4. το φυτό σμίλαξ η κηπαία, αμπελοφάσουλο.

Greek Monotonic

δόλιχος: ὁ, μακρύς δρόμος, αντίθ. προς το στάδιον, σε Πλάτ., Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

δόλῐχος: ὁ длинный пробег (на дистанцию до 24 стадиев, которую участники состязания проходили семь раз: три раза туда и обратно и еще раз до цели) (δολιχον θεῖν Xen. и ἁμιλλᾶσθαι Plat.; δόλιχον νικᾶν Luc.): ὁ δ. τοῦ πολέμου ирон. Plut. превратности войны.

Middle Liddell

δόλιχος, ὁ, [from δολῐχός] n
the long course, opp. to στάδιον, Plat., Xen.