τρισδύστηνος

Revision as of 16:02, 16 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ον, = τρισδείλαιος (thrice-unhappy), AP 9.574.

Greek (Liddell-Scott)

τρισδύστηνος: -ον, τρὶς δύστηνος, τρισάθλιος, τρισκακοδαίμων, Ἀνθ. Π. 9. 574.

Greek Monolingual

-ον, Α
ο τρεις φορές δύστηνος, πάρα πολύ κακότυχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + δύστηνος «δύστυχος»].

Greek Monotonic

τρισδύστηνος: -ον, = το προηγ., σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

τρισδύστηνος: Anth. = τρισάθλιος.