τρισδείλαιος

From LSJ

Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decetErtragen muss der Edle Unglück unbeugsam

Menander, Monostichoi, 480
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐσδείλαιος Medium diacritics: τρισδείλαιος Low diacritics: τρισδείλαιος Capitals: ΤΡΙΣΔΕΙΛΑΙΟΣ
Transliteration A: trisdeílaios Transliteration B: trisdeilaios Transliteration C: trisdeilaios Beta Code: trisdei/laios

English (LSJ)

τρισδείλαιον, = τρισάθλιος (thrice-unhappy), AP7.737.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρισ-δείλαιος -ον zeer ongelukkig.

German (Pape)

dreimal, sehr unglücklich, Ep.adesp. 648 (VII.737).

Russian (Dvoretsky)

τρισδείλαιος: Anth. = τρισάθλιος.

Greek Monolingual

-ον, Α
τρισάθλιος, δύστηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + δείλαιος «δειλός, άθλιος, τιποτένιος»].

Greek Monotonic

τρισδείλαιος: -ον, = τρισάθλιος, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

τρισδείλαιος: -ον, = τρισάθλιος, ἐνθάδ’ ἐγὼ λῃστῆρος ὁ τρισδείλαιος ἄρηϊ ἐδμήθην, κεῖμαι δὲ οὐδενὶ κλαιόμενος Ἀνθ. Π. 7. 737.

Middle Liddell

τρισ-δείλαιος, ον, = τρισάθλιος, Anth.]