τρισδείλαιος
From LSJ
Στερρῶς φέρειν χρὴ συμφορὰς τὸν εὐγενῆ → Tolerare casus nobilem animose decet → Ertragen muss der Edle Unglück unbeugsam
English (LSJ)
τρισδείλαιον, = τρισάθλιος (thrice-unhappy), AP7.737.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρισ-δείλαιος -ον zeer ongelukkig.
German (Pape)
dreimal, sehr unglücklich, Ep.adesp. 648 (VII.737).
Russian (Dvoretsky)
τρισδείλαιος: Anth. = τρισάθλιος.
Greek Monolingual
-ον, Α
τρισάθλιος, δύστηνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτατ. τρισ- / τρι- + δείλαιος «δειλός, άθλιος, τιποτένιος»].
Greek Monotonic
τρισδείλαιος: -ον, = τρισάθλιος, σε Ανθ.
Greek (Liddell-Scott)
τρισδείλαιος: -ον, = τρισάθλιος, ἐνθάδ’ ἐγὼ λῃστῆρος ὁ τρισδείλαιος ἄρηϊ ἐδμήθην, κεῖμαι δὲ οὐδενὶ κλαιόμενος Ἀνθ. Π. 7. 737.
Middle Liddell
τρισ-δείλαιος, ον, = τρισάθλιος, Anth.]