σκαιοσύνη

Revision as of 16:02, 16 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ἡ, = σκαιότης (awkwardness, lefthandedness), S. OC 1213 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 888] ἡ, = σκαιότης; Soph. O. C. 1215; Ar. bei Suid.

Greek (Liddell-Scott)

σκαιοσύνη: ἡ, = τῷ ἑπομ., Σοφ. Ο. Κ. 1213.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
gaucherie, maladresse, grossièreté.
Étymologie: σκαιός.

Greek Monolingual

ἡ, Α σκαιός
1. έλλειψη ευγένειας και καλής διάθεσης στη συμπεριφορά ενός ανθρώπου, σκαιότητα
2. ανοησία, μωρία
3. ηθική διαστροφή.

Greek Monotonic

σκαιοσύνη: ἡ, = το επόμ., σε Σοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκαιοσύνη -ης, ἡ [σκαιός] domheid.

Russian (Dvoretsky)

σκαιοσύνη: ἡ Soph. = σκαιότης.