τρικόρυθος

Revision as of 16:31, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ον, = τρίκορυς (with triple plume), Αἴας E. Or. 1480 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκόρῠθος: -ον, = τρίκορυς, τρικόρυθος Αἴας Εὐρ. Ὀρέστ. 1480.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. τρίκορυς.

Greek Monolingual

-ον, Α
τρίκορυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κόρυθος (< κόρυς, -υθος «κεφάλι, περικεφαλαία»), πρβλ. εὐκόρυθος.

Greek Monotonic

τρῐκόρῠθος: -ον και τρί-κορυς, -ῠθος, ὁ, αυτός που έχει περικεφαλαία με τριπλό λοφίο, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐκόρῠθος: Eur. = τρίκορυς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρικόρυθος -ον [τρι -, κόρυς] met een helm met drie lagen.

Middle Liddell

τρῐ-κόρῠθος, ον; ανδ τρί-κορυς, ῠθος, ὁ,
with triple plume, Eur.