τρίκορυς
καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)
English (LSJ)
ῠθος, ὁ, with triple plume, Κορύβαντες Id.Ba.123 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1143] ὁ, mit einem dreifach bebuschten Helme, Eur. Bacch. 196 τρικόρυθες Κορύβαντες.
French (Bailly abrégé)
υθος (ὁ, ἡ)
au casque surmonté de trois cimiers.
Étymologie: τρεῖς, κόρυς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίκορυς -υθος [τρι -, κόρυς] als adj. met een helm met drie lagen.
Russian (Dvoretsky)
τρίκορυς: ῠθος (ῐ) adj. с тремя гребнями на шлеме (Κορύβαντες Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
τρίκορυς: -ῠθος, ὁ, ὁ ἔχων τριπλοῦν λόφον περικεφαλαίας, ἔνθα τρικόρυθες ἄντροις βυρσότονον κύκλωμα τόδε μοι Κορύβαντες εὗρον Εὐρ. Βάκχ. 123.
Greek Monolingual
-όρυθος, ὁ, Α
αυτός που έχει περικεφαλαία με τρία λοφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κόρυς «περικεφαλαία, κεφάλι» (πρβλ. ὀρθόκορυς)].