τρίκορυς
καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)
English (LSJ)
ῠθος, ὁ, with triple plume, Κορύβαντες Id.Ba.123 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1143] ὁ, mit einem dreifach bebuschten Helme, Eur. Bacch. 196 τρικόρυθες Κορύβαντες.
French (Bailly abrégé)
υθος (ὁ, ἡ)
au casque surmonté de trois cimiers.
Étymologie: τρεῖς, κόρυς.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
τρίκορυς -υθος [τρι -, κόρυς] als adj. met een helm met drie lagen.
Russian (Dvoretsky)
τρίκορυς: ῠθος (ῐ) adj. с тремя гребнями на шлеме (Κορύβαντες Eur.).
Greek (Liddell-Scott)
τρίκορυς: -ῠθος, ὁ, ὁ ἔχων τριπλοῦν λόφον περικεφαλαίας, ἔνθα τρικόρυθες ἄντροις βυρσότονον κύκλωμα τόδε μοι Κορύβαντες εὗρον Εὐρ. Βάκχ. 123.
Greek Monolingual
-όρυθος, ὁ, Α
αυτός που έχει περικεφαλαία με τρία λοφία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κόρυς «περικεφαλαία, κεφάλι» (πρβλ. ὀρθόκορυς)].