λινόδεσμος

Revision as of 16:31, 22 January 2021 by Spiros (talk | contribs) (LSJ1 replacement)

English (LSJ)

ον, = λινόδετος (bound with flaxen cords, tied with flaxen cords), σχεδία A. Pers. 68 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 49] = Folgd., λινοδέσμῳ σχεδίᾳ, Aesch. Pers. 68.

Greek (Liddell-Scott)

λῐνόδεσμος: -ον, = τῷ ἑπομ., σχεδία Αἰσχύλ. Πέρσ. 68 (Λυρ.).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
lié avec des cordes.
Étymologie: λίνον, δεσμός.

Greek Monolingual

λινόδεσμος, -ον (Α)
λινόδετος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίνον + δεσμός (< δέω)].

Greek Monotonic

λῐνόδεσμος: -ον, = το επόμ., σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

λῐνόδεσμος: связанный льняными канатами (σχεδία Aesch.).

Middle Liddell

λῐνό-δεσμος, ον = λῐνόδετος, Aesch.]