Epic for ὁπότε.
[Seite 363] ep. = ὁπότε, w. m. s.
épq. c. ὁπότε.
whenever, when; w. the same constructions as other rel. words, see ἄν, κέν.
ὁππότε (Α)(επικ. τ.) (σύνδ.) βλ. οπότε.